κουβερτούρισμα

κουβερτούρισμα
το [κουβερτούρα]
1. πέρασμα βιβλίου στο κάλυμμά του
2. κόλλημα εξωφύλλου σε βιβλίο
3. απλή βιβλιοδέτηση τών βιβλίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”